Μέχρι τὰ δώδεκα χρόνια διετέλεσε ἀχίτων, ἀνυπόδητος καὶ χαμαιεύνης· στὰ δεκατρία του ὑποδέθηκε, δὲν ὑποδύθηκε ὅμως ἔκτοτε κανένα ρόλο, ὄντας ἀνίκανος γι’ αὐτό. Δὲν ἔγινε δήλ. οὔτε κὰν ἠθο-ποιός, ἐνῶ τείνει νὰ γίνει ἠθο-ποιός, χωρὶς βέβαια νὰ μετέχει ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστό της θείας μοίρας, ὥστε ἐξ ἡμιστιχίου δύνασθαι ἠθοποιεῖν πρόσωπον, ὅπως ὁ Σοφοκλῆς. Ἔχοντας ἀκριβῶς ἐξ αἰτίας τούτου ἐσωτερικοποιήσει τὴ στέρησή του, δυσκολεύεται ἀπείρως περισσότερο ἀπὸ τὸν θεϊκὸ ποιητὴ ὡς πρὸς τὸ ἠθο-ποιεῖν καὶ καταβάλλει, αἱμάσσοντας καὶ ἀψορροώντας, μία ἐξαντλητικὴ μὲν ἀλλ’ ἀνεξάντλητη πρὸς τοῦτο προσπάθεια. (Πὰρ 1.)
Στοὺς γονεῖς τοῦ ὀφείλει τὸ ζῆν, στὴ μητέρα τοῦ ἰδιαίτερα καὶ κάποια ἐξοικείωση μὲ τὴν αὐτοσχέδια ποίηση, δήλ. τὴν ποίηση, τὸ χορὸ καὶ τὸ τραγούδι, σὰ νὰ ποῦμε κάτι ἀπὸ τὸ ’21· στοὺς ἀπώτατους προγόνους τοῦ τὴν ἁφή, τὴ γεύση, τὴν ὄσφρηση καὶ τὴν ὄρθια στάση· στοὺς δασκάλους τῆς ἐγκύκλιας παιδείας, μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἄγονης θητείας, τὴ γραφὴ καὶ τὴν ἀνάγνωση, ἱκανὰ τροφεῖα, ἐνῶ στοὺς πανεπιστημιακούς του δὲν ὀφείλει ἀπολύτως τίποτα, οὔτε κὰν χάριτας, καὶ τὸ θεωρεῖ ἀτύχημα ὅτι φοίτησε στὴ Νομικὴ καὶ ἀποφοίτησε ἀπὸ τὴ Φιλοσοφικὴ Σχολή.
Μνημονεύει μὲ ἀπέραντο σεβασμὸ μερικοὺς σηματωρούς, ξένους κυρίως σοφους, καὶ μερικοὺς φιλέλληνες Ἕλληνες, ποιητὲς βεβαίως, ἀπὸ τὸ Σολωμὸ ὡς τὸν Παπαδιαμάντη, τὸν Παλαμά, τὸ Βάρναλη καὶ τὸ Σεφέρη, στοὺς ὁποίους καὶ εἶναι βαθύτατα χρεώστης. Στοὺς ἀρχαίους σοφοὺς καὶ ποιητές, πάντοτε Ἕλληνες, ὀφείλει τὴν ε ὐ δ ί α τῆς δράσεως καὶ τῆς ἀκοῆς, αἰσθήσεων ποῦ κατ’ ἐξοχὴν π ρ ο σ-ι δ ι ά ζ ο υ ν στὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ χαρίζουν καὶ τὸ ε ἶ δ ο ς του καὶ τὴν ε ἰ δ ή του.
Γνωρίζει, ὅσο γνωρίζει, τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Αἰσχύλο· τὸν Ἡσίοδο μὲ τὸ πέλμα – γεννήθηκε σ’ ἐκεῖνα τὰ μέρη· τὸ Σοφοκλῆ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν Ἠράκλειτο, καὶ τοὺς δύο ἐλλιπέστατα βέβαια καὶ μὲ ἀφορμὴ τὴν ἔκλειψη τοῦ φωτὸς — ὁ δεύτερος θεωρεῖται σκοτεινὸς καὶ ὁ πρῶτος μαῦρος, δήλ. ἀνελέητος ποιητής· τὸν Ἀριστοφάνη τὸν γνωρίζει ἐξ ἰδιοσυγκρασίας! Γιὰ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἄλλους διατηρεῖ ὑποψία γνώσεων, γιατί οἱ περισσότεροι ἀ ν α – γ ι γ ν ώ σ κ ο ν τ α ι κάθε φορᾶ καὶ διαφορετικά, λένε δήλ. πάντα καὶ κ ά τ ι – ἄ λ λ ο – ἀ κ ό μ η, ποῦ δὲν εἶχε στὴν πρώτη ἀνάγνωση ἀποκρυπτογραφηθεῖ ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη.
Μετανάστευσε ἐξ ἀνάγκης βέβαια, ἀλλ’ αὐτοβούλως, ἐπὶ διετία κι αὐτὸ τὸν βοήθησε νὰ ἐμβαθύνει στὶς γνώσεις τῆς Ὀργανικῆς Χημείας ποῦ εἶχε παιδιόθεν, ὅτι ὁ ἄνθραξ εἶναι θερμαντικὴ ὕλη — στερήθηκε θερμάνσεως· ὅσο γιὰ τὸν ἄρτο, εἶχε σχεδὸν τὴν εὔνοια τῶν πολλῶν του τρίτου κόσμου, γιὰ τὴ διαίρεση τοῦ ὁποίου ἄλλωστε, καὶ μάλιστα μὲ κριτήρια χρηματιστηριακά, ἐκτός του ὅτι δὲν εὐθύνεται, ἀπορεῖ καὶ ἐκπλήσσεται. Τὸ 1967 διακόπηκε ἡ χορήγηση ἐγκεκριμένης ὑποτροφίας ἀπὸ ὑπαιτιότητά του, ἐπειδὴ σκεφτόταν Ἑλληνικά, ὄχι ὅμως καὶ κοινωνικὰ — τὸ δεύτερο πιστοποιήθηκε δεόντως καὶ τὸ δέχτηκε μὲ γηθοσύνη, διαψεύδοντας ἔτσι ὄχι ἑνὸς τυχαίου, ἀλλὰ τοῦ Ἀριστοτέλη τὸν ὁρισμὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο: ὅτι εἶναι ζῶο πολιτικὸ ἢ κοινωνικό· μετὰ τὸ 1974 δὲν ἔκανε χρήση ὑποτροφίας ἀπὸ ὑπαιτιότητα ἄλλων, ἐπειδὴ ἄλλοι δὲν σκέφτονταν ἑλληνικά.
Πικρὰ αὐτοδίδακτος, χωρὶς τίτλους ἀνακουφιστικοὺς καὶ παραπλανητικούς, καθηγητὴς ἁπλῶς, διδάσκει ἀεὶ διδασκόμενος καὶ δὲν ντρέπεται καθόλου γι’ αὐτό, ἀφοῦ κάτι τέτοιο ἀπέφυγε καὶ ὁ Σωκράτης ἢ μᾶλλον ὁ Σόλων, στὸν ὁποῖο ἀποδίδεται ἡ γνωστὴ ρήση γηράσκω ἀεὶ διδασκόμενος. Διδάσκει καὶ ἀναλογίζεται τήν ἀ μ ο υ σ ί α του, τουτέστιν τὴν ποινή του, χωρὶς παρ’ ὂλ’ αὐτὰ καὶ νὰ αἰσθάνεται β α ρ υ – π ο ι ν ί τ η ς, ἂν καὶ γνωρίζει πολὺ καλά, ἐνδεχομένως καλύτερα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους, ὅτι τὸ ἐν ἀμουσία καὶ ἀπαιδευσία ζῆν ἡ βαρυτέρα τῶν ποινῶν. Ἐλπίζει μόνο νὰ τοῦ τυχαίνουν καλύτεροι δάσκαλοι, δήλ. μαθητές! (Πὰρ 2.)
Παρ 1. Περιττὸ νὰ ὑπομνησθεῖ ὅτι ἡ λέξη ἠθοποιὸς σημαίνει ἁπλῶς τὸν ἐπιτηδευματία, αὐτὸν ποῦ ἀσκεῖ κάποιο χρήσιμο ἢ μὴ ἐπάγγελμα, ὅπως ὑποδηματοποιὸς ἢ ὁπλοποιός, ἐνῶ ἡ λέξη ἠ θ ο – π ο ι ό ς σημαίνει ὅ,τι σημαίνουν τὰ συνθετικά της: ἦθος ποιῶ. ’Ἐνδεχομένως ἡ σπάνις ἀνθρώπων νὰ ὀφείλεται στὴν ἔλλειψη ἠ θ ο – π ο ι ῶ ν ἢ καὶ ἠθοποιῶν ἁπλῶς, ἂν οἱ τελευταῖοι κάνουν καλὰ τὴ δουλειά τους!
Παρ 2. Ὁ συγγραφέας, ὁ κάθε συγγραφέας, γνωστὸς ἢ ἄγνωστος πρὶν ἀπὸ τὴ συγγραφὴ ἑνὸς ἔργου, γίνεται μετὰ τὴ συγγραφὴ τοῦ λιγότερο ἄγνωστος ἢ περισσότερο γνωστὸς — ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὸν ἐ κ δ ί δ ο ν τ α ἐκδοτικὸ οἶκο- ὁπωσδήποτε ὅμως καθίσταται ἀ γ ν ώ ρ ι σ τ ο ς, ἀσχέτως ἀξίας τοῦ ἔργου. Ἐνδέχεται τὸ ἔργο του νὰ ὄζει λύχνου, νὰ εἶναι δήλ. καλοδουλεμένο, ὅπως oι λόγοι τοῦ γνωστοῦ ρήτορα, ἢ καὶ νὰ μὴν ὄζει ἢ ἁπλῶς καὶ μόνο νὰ ὄζει, αὐξάνοντας ἔτσι τὴν περιρρέουσα γενικὴ δυσοσμία· πάντως τὸ ἔργο, σημαντικὸ ἢ ἀσήμαντο, ὀφείλει νὰ εἶναι τὸ μόνο ἐρεθιστικό του ὅπλο, ποῦ ἐξοπλίζει ἢ ἀφοπλίζει τὸν ἀναγνώστη, καὶ ὄχι τὸ πρόσωπό του, ποῦ ἄλλωστε τὸ ἔχει χάσει καὶ γι’ αὐτὸ καὶ γράφει, γιὰ νὰ ἀποκτήσει ἢ νὰ ἀνακτήσει κάποιο πρόσωπο, εἰ δυνατὸν εὐπρόσωπο. Ἀπὸ τέτοιες σκέψεις παρακινημένος ἄφησε ἄ δ ε ι α τὴ θέση στὸ πάνω δεξιὸ μέρος τῆς σελίδας, νὰ χ ἡ ρ ἐ ὓ ἐ ἰ, γιὰ νὰ τοποθετήσει ὁ κάθε ἀναγνώστης, ἂν ὑπάρξει, τὸ δικό του πρόσωπο, ἀνάλογα μὲ τὸ ἂν βρίσκει κάποια συγγένεια ἢ ταυτότητα μὲ τὰ γραφόμενα ἢ ἀκουόμενα, γιὰ ὅποιον βέβαια διαβάζει μεγαλοφώνως! Ὁ συγγραφέας τοῦ παρόντος, ἐξελθῶν ὁ ἴδιος πρὸς ἄγραν προσώπου, τοῦ δικοῦ του ὁπωσδήποτε, γιατί τὰ πρόσωπα τῶν ἄλλων τὰ χάνουν αὐτοὶ ποῦ τὰ ἔχουν, ὅσοι ἔχουν, oι ἄλλοι, δὲ θὰ εἶχε καμμία ἀντίρρηση νὰ θεωρήσει τὸν ἀναγνώστη σ υ ν – γ ρ α φ έ α, δήλ. συνάνθρωπο μὲ ἀπολεσθὲν πρόσωπο!
Από το βιβλίο του "Λόγος ανθηρός χειρο-νομηθείς"