Λόγος ανθηρός χειρο-νομηθείς / σ 16

. . . ὁ ἄνθρωπος βαυκαλίζεται μέ καί στραγγαλίζεται ἀπό τήν ἔννοια τῆς προόδου, χωρίς νά άναρωτηθεῖ κἄν, ὄχι πρός τά ποῦ ὁδεύει προοδεύοντας, ἀλλά γιά τό ὀφθαλμοφανές: πῶς ένας κόσμος, πού διαρκώς προοδεύει, δέ γίνεται καλύτερος.