Κυρία Δήμαρχε, αγαπητοί γείτονες, φίλες και φίλοι, κυρίες και κύριοι. Ο Όμιλος των Φίλων του Παναγιώτη Στάμου, μου ανέθεσε να εκφωνήσω τον πανηγυρικό της σημερινής μας γιορτής, για τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΑΜΟΥ
Συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ, όχι πια για να κλάψουμε τον Παναγιώτη, ή να τον μνημονεύσουμε, αλλά θέλουμε να τον τιμήσουμε, όπως έκανε και το Δημοτικό Συμβούλιο της Λιβαδειάς, δίνοντας ομόφωνα το όνομά του στη μικρή αυτή πλατεία, που έχει τη δική της μικρή ιστορία, για το γράψιμο της οποίας θα ζητήσουμε τη βοήθεια όλων σας.
Την περασμένη Κυριακή, πέρασαν δύο χρόνια από την ημέρα, που άφησε την τελευταία του πνοή ο Παναγιώτης, εδώ δίπλα στο σπίτι του.
Να θυμίσουμε πρώτα, μερικά βιογραφικά του στοιχεία, κυρίως για να μαθαίνουν οι νέοι στην ηλικία και στον Όμιλο των Φίλων του Παναγιώτη.
Γεννήθηκε στο Ζερίκι το 1939 και έζησε τα παιδικά του χρόνια, στις δύσκολες και γιαυτό ατέλειωτες δεκαετίες του 1940 και του 1950, πότε στο Ζερίκι και πότε στη Λιβαδειά. Όπως γνωρίζουμε και οι μεγαλύτεροι των 75 τα έζησαν, το Χωριό μας, το εντόπισαν κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, οι δυνάμεις κατοχής των Ιταλών και των Γερμανών και το έκαψαν ολοσχερώς. Οι χωριανοί και τα παιδιά τους μαζί βέβαια, ατένιζαν κρυμμένοι μέσα στα έλατα, στις πλαγιές του βουνού, την πλήρη καταστροφή των σπιτιών τους, για να αρχίσει μετά το νέο ξεκίνημα από το μηδέν.
Στον καταραμένο εμφύλιο που ακολούθησε, διατάχθηκε από τις αρχές η αναγκαστική εγκατάλειψη του Χωριού. Μετά το τέλος του εμφυλίου δεν επέστρεψαν όλοι πίσω στο χωριό. Πολλοί επέλεξαν, με τα παιδιά τους μαζί βέβαια, όπως παιδί 7-8 χρονών και ο Παναγιώτης τότε, άλλο τόπο εγκατάστασης, κυρίως τη Λιβαδειά, για ένα νέο ξεκίνημα, πάλι από το μηδέν.
Τα πρώτα γράμματα, ο Παναγιώτης τα έμαθε στη Λιβαδειά, σε μια ασυνήθιστη πορεία από το 3ο Δημοτικό, στο 4ο Δημοτικό και μετά στο 2ο Δημοτικό Λιβαδειάς, γιατί ακολουθούσε τους Δασκάλους που τον ήθελαν για μαθητή τους. Στη συνέχεια τέλειωσε το Εξατάξιο Γυμνάσιο Λιβαδειάς.
Μετά το Γυμνάσιο άρχισε η περιπέτεια της νεότητας, από την επαρχία της Λιβαδειάς στη ξενιτειά, στη Γερμανία, στο Βούπερταλ και η επιστροφή στην πατρίδα για την θητεία του στο στρατό.
Την δεκαετία του 1960 την μοιράζεται χρονικά, μεταξύ Αθήνας όπου σπουδάζει και Γερμανίας όπου δουλεύει. Το 1967 με τη κατάληψη της εξουσίας από τη χούντα, διακόπηκε η χορήγηση εγκεκριμένης υποτροφίας από υπαιτιότητά του, επειδή σκεφτόταν ελληνικά. Μετά το 1974 δεν έκανε χρήση υποτροφίας (για εκπόνηση διδακτορικής διατριβής) από υπαιτιότητα άλλων, επειδή όπως έλεγε, άλλοι δεν σκέφτονταν ελληνικά.
Η δημιουργική ωριμότητα και η συμβολή του στην λειτουργία της κοινωνίας αρχίζει το 1971, οπότε προσλήφθηκε στη Γερμανική Σχολή Αθηνών, όπου για 30 χρόνια διετέλεσε Καθηγητής, Γυμνασιάρχης και Λυκειάρχης. Από όσο γνωρίζω, η Σχολή αυτή είχε πάντα Γερμανό Λυκειάρχη και μόνο ο Παναγιώτης από τους Έλληνες τιμήθηκε με τη θέση αυτή.
Τόσο η διοίκηση της Σχολής, αλλά κυρίως οι μαθητές του, έχουν εκφρασθεί με τα καλύτερα λόγια για τη θητεία του εκεί.
Αξίζει όμως να αναφέρουμε ορισμένα στοιχεία, από το αυτοπροσδιοριστικό σημείωμά του, που περιλαμβάνεται στο πρώτο του βιβλίο.
Γράφει λοιπόν μεταξύ άλλων, για τον συγγραφέα, εαυτό του:
− Στους γονείς του οφείλει το ζην, στην μητέρα του ιδιαίτερα και κάποια εξοικείωση με την αυτοσχέδια ποίηση, δηλ. την ποίηση, το χορό και το τραγούδι, σαν να πούμε κάτι από το 1821. Στους απώτατους προγόνους του οφείλει την αφή, τη γεύση, την όσφρηση και την όρθια στάση, στους δασκάλους της εγκύκλιας παιδείας, τη γραφή και την ανάγνωση, ικανά τροφεία, ενώ θεωρεί ατύχημα, ότι φοίτησε στη Νομική και αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών.
Στους πανεπιστημιακούς του «δασκάλους» δεν οφείλει απολύτως τίποτα, ούτε καν χάριτας. Πικρά αυτοδίδακτος, χωρίς τίτλους ανακουφιστικούς και παραπλανητικούς. Μνημονεύει με απέραντο σεβασμό, μερικούς σηματωρούς, ξένους κυρίως σοφούς, και μερικούς φιλέλληνες Έλληνες, ποιητές βεβαίως, από το Σολωμό ως τον Παπαδιαμάντη, τον Παλαμά, τον Βάρναλη και τον Σεφέρη, στους οποίους και είναι βαθύτατα χρεώστης.
Γνωρίζει, όσο γνωρίζει, τον Όμηρο και τον Αισχύλο, τον Ησίοδο, το Σοφοκλή σε συνδυασμό με τον Ηράκλειτο, ενώ τον Αριστοφάνη τον γνωρίζει εξ ιδιοσυγκρασίας.
Από το 1983 έως το 2009, άφησε παρακαταθήκη σημαντικό γραπτό – ποιητικό έργο 9 βιβλίων, ξεκινώντας από το «Λόγος ανθηρός χειρο-νομηθείς», μέχρι το «Αγαπάτε Καταλλήλους».
Όμως εμείς σήμερα εδώ, δεν θέλουμε να αποτιμήσουμε το έργο του δημιουργού λογοτέχνη ποιητή Παναγιώτη Στάμου, που σίγουρα έχει βρεί το δρόμο του και είναι βέβαιο, ότι θα αποτελέσει βάση προβληματισμού για τις επόμενες γενεές.
Σήμερα τιμούμε περισσότερο τον ΑΝΘΡΩΠΟ, τον ΦΙΛΟ, τον ΔΑΣΚΑΛΟ, τον ΓΕΙΤΟΝΑ Παναγιώτη, όλα με κεφαλαία γράμματα. Είμαι βέβαιος, ότι ο καθένας μας έχει νοιώσει λίγο ή πολύ, την ανθρωπιά του, τη φιλία του και την ζεστασιά της παρέας του. Πολλοί τον έχουμε αναγνωρίσει και ως δάσκαλό μας, αλλά αξίζει να αναφέρουμε, ότι ειδικά τα τελευταία χρόνια, είχε για μαθητές και φίλους, τους γείτονές του και πρόσφερε, στις αυλές των σπιτιών αυτής της πλατείας, σε ατέλειωτες βραδινές ώρες, τις γνώσεις, τη χαρά, το γέλιο, ακόμα και το τραγούδι του, σαν αντάλλαγμα της αγάπης, με την οποία όλοι τον αγκαλιάσαμε και πάντα θα τον τιμούμε.
Ας είναι λοιπόν, «κληρονόμος της στιγμής η αιωνιότητα», όπως αναγράφει το μνημείο της μικρής πλατείας του και ας του προσφέρουμε όλοι μαζί, σε ένδειξη της ευγνωμοσύνης μας, ένα θερμό χειροκρότημα.
Σας ευχαριστώ.
Ομιλία Κώστα Χρήστου σε συνεργασία με Χρήστο Αναγνώστου στα αποκαλυπτήρια του μνημείου του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΑΜΟΥ
Λιβαδειά 15.4.2018