Της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη // *
«Ο Απρίλης, ο μήνας ο σκληρός, κατά τον ποιητή, σμίγει με τις πασχαλιές του επιθυμία και θύμηση. Υποκύπτοντας κι εγώ στα δύο μικροσκοπικά αυτά τέρατα -συντηρούνται άλλωστε με το ελάχιστο- σας προσκάλεσα σήμερα, μέρα σημαδιακή, για ένα πραξικόπημα, όχι βέβαια κατά της καθεστηκυίας τάξεως-κάθε τάξη γίνεται καθεστηκυία- αλλά εναντίον ενός δημιουργήματός της χειρότερου απ’ την ίδια, της οικοδομημένης και αυτοαναπαραγόμενης ηθικής της, της ηθικής της σκοπιμότητας, του πρέπει, του ωφέλιμου, του αποδοτικού, της πιο ανασχετικής δυνάμεως για τη χαρά του ανθρώπου. Καιρός να αναπτύξει κανείς και «αντισώματα για την Ευθύνη».
Στον Ελικώνα Βοιωτίας εν έτει 1939 βλέπει το πρώτο φως ο Παναγιώτης Στάμος. Μέχρι τα δώδεκα έτη, όπως ο ίδιος διατείνεται σ’ ένα ευφυές τύπου βιογραφικό, διετέλεσε αχίτων-ανυπόδητος-χαμαιεύνης. Στα δεκατρία του υποδέθηκε αλλά δεν υποδύθηκε κανέναν ρόλο, όντας ανίκανος γι’ αυτό.
Με το απόσπασμα, το οποίο προλογίζει τον κορμό του κειμένου, ο συγγραφέας δεν αποτείνεται σε ανέργους ή σκλαβωμένους, αλλά σε μαθητές Λυκείου την 21η Απριλίου 1983, ημερομηνία αιματοβαμμένα επετειακή και η οποία συνέπεσε με την λήξη της διδακτικής δραστηριότητας εκείνης της περιόδου. Καλόμοιροι οι άνθρωποι που έτυχαν μύηση στην μετάληψη των μαιάνδρων της ζωής από τέτοιου βεληνεκούς δάσκαλο.
Αποφοίτησε απ’ το εξατάξιο Γυμνάσιο στη Λεβαδειά, μετανάστευσε στη Γερμανία προς εύρεση εργασίας. Ύστερα από ενάμισυ έτος έδωσε εξετάσεις και εισήχθη στη Νομική Σχολή, απ’ την οποία μεταπήδησε στη Φιλοσοφική Σχολή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1971 προσελήφθη απ’ τη Γερμανική Σχολή, όπου και εργάστηκε επί τριάντα έτη σαν Καθηγητής-Γυμνασιάρχης-Λυκειάρχης.
Το έργο του «Λόγος ανθηρός χειρο-νομηθείς» εμφανίζεται απ’ τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1983 και αποτελεί μία τομή στα Ελληνικά Γράμματα μέχρι και σήμερα. Με ρητορική δεινότητα κοινωνεί το «προσωποπαγές δικαίωμα» της αυτάρκειας του Λόγου στον αναγνώστη, ο οποίος αφ’ ενός δυσπιστεί στις πνευματικές υποθήκες και αφ’ ετέρου ταλαντεύεται στο «χαίνον τραύμα της ανυπαρξίας» δηλαδή τη ζήση. Η μουσικότητα παραπέμπει σε ανάγνωση ορχηστρικής παρτιτούρας με την αντίστιξη να ελλοχεύει την παρήγορη λύτρωση μπροστά στην Αλήθεια. Ο όρος Αλήθεια, σύμφωνα με τον συγγραφέα, απεκδύεται τις διαστάσεις της α-λήθ-ειας ή α-λάθ-ειας για να αποκτήσει το ελληνικό παράστημα της Αλήθειας, η οποία ανιχνεύεται στην κώφευση των υπολογιστικών κινήσεων στις ανθρώπινες σχέσεις. Και σ’ αυτό το σημείο καλείται ο αναγνώστης να αποτινάξει το ατελές κι ενδεχομενικό της διαφοροποίησης των πολλαπλών επεξηγηματικών συνιστωσών.
Πραγματεύεται τις θεματικές της Επανάστασης-της Παιδείας-της Μουσικής, των οποίων ο φέρων σκελετός τρεκλίζει επικίνδυνα εκπέμποντας ένα γόρδιο εναγκάλισμα ψεύδους και κυοφορώντας το βλαπτικό αντίδωρο του αποπροσανατολισμού. Δεν αναφέρεται σε επανάσταση «κομματικών παρασυναγωγών» αλλά στην πλήρη απελευθέρωση των ενστίκτων, ώστε να επανεγκριθούν στην καθημερινότητα τα οράματα σαν ειδοποιός διαφορά έναντι της ύβρεως. Όσον αφορά στη Μουσική ανακινεί θέμα «νεότευκτων τυράννων», οι οποίοι φιμώνουν την έκφραση κι εκδίδουν τον ήχο. Ηχηρό χαστούκι συνιστά ο χειρονομηθείς Λόγος για την Παιδεία, αφού χαρακτηρίζει το παιδαγωγικό σύστημα ως «έωλο κι απότοκο της οικονομικής ιδεολογίας». Στο βωμό της ορθολογικής αποδοτικότητας του Καπιταλισμού θυσιάζεται οιαδήποτε «πνευματική μαρμαρυγή».
Ο αναγνώστης νιώθει να πάλλεται στο προκρούστειο μεταίχμιο της σύγκρουσης φωτός και σκότους. Η κατάδυση στο πόνημα αποτελεί έναν αφορισμό τόσο αυτονόητο όσο και οξύμωρο. Αντιλαμβάνεται πως τεχνηέντως η Σκέψη-η Ποίηση-η Τέχνη μετεξελίχθηκαν σε παραγωγούς-μεσάζοντες-καταναλωτές μέσα στο περίκλειστο πλαίσιο, που ονομάζεται κουλτούρα. Η τυφλή γενναιοδωρία της φύσης μεταφράζεται απ’ τον άνθρωπο σαν εκδικητική μανία, τη στιγμή που ο ίδιος οπλίζει τις αντιδράσεις της. Ο Λόγος ανθηρός για να εφορεύει τις επίορκες αλλαγές και χειρονομηθείς για να φανερώνει την εκτροπή της σύγχρονης αγωγής. Η ερμηνευτική οπτική του Παναγιώτη Στάμου τον στέφει φιλόσοφο μιας ταλαντευόμενης ευστάθειας κλυδωνίζοντας την αραχνιασμένη αμεταβλησία του αναγνώστη.
Ο Παναγιώτης Στάμος αποβιώνει στις 8 Απριλίου 2016 σε ηλικία 77 ετών.
Ο ίδιος υποστηρίζει πως:
«Στους γονείς του οφείλει το ζην, στη μητέρα του ιδιαίτερα και κάποια εξοικείωση με την αυτοσχέδια ποίηση, δηλαδή την ποίηση-τον χορό-το τραγούδι. Στους απώτατους προγόνους του την αφή-τη γεύση-την όσφρηση-την όρθια στάση. Στους δασκάλους της εγκύκλιας παιδείας, μετά από πολλά χρόνια άγονης θητείας, τη γραφή και την ανάγνωση, ικανά τροφεία, ενώ στους πανεπιστημιακούς του δεν οφείλει απολύτως τίποτα, ούτε καν χάριτας, και το θεωρεί ατύχημα ότι φοίτησε στη Νομική και αποφοίτησε απ’ τη Φιλοσοφική Σχολή…»
* Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.
Δημοσιεύθηκε στο «Fractal Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ«, 08/03/2017